Ποιός είναι;
Γεννήθηκε το 1940 από γονείς αγρότες. Η φοίτηση του στο Γυμνάσιο Σολέας συνέπεσε με τα χρόνια του Απελευθερωτικού Αγώνα της Κύπρου, γεγονός που επηρέασε βαθιά και τη ζωή και το έργο του. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Κύπρο και συμμετείχε σε επιμορφωτικά προγράμματα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου. Από το 1961 εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι μέλος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου, ιδρυτικό μέλος και γραμματέας του Δ. Σ. του Ομίλου Φίλων Παιδικής Βιβλιοθήκης Κύπρου και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ». Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου, το Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, το Βραβείο του Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κύπρου και το Βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου. Έγραψε δεκαπέντε λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά.
|
Ποιό είναι το έργο του;
Η γιαγιά μου λέει και λέει
Δεν είναι παραμύθια Οκτώ αληθινές ιστορίες Ματ στις πωλήσεις σε 12 κινήσεις Ιστορίες του παππού Ισίδωρου Γύριζε ανέμη γύριζε Προσκυνώ τα πάθη σου λαέ μου Ο ψύλλος, η ψείρα και το καλογεράκι Στην πορεία της ελευθερίας Ένας παππούς παραμυθάς Το τραγούδι του αηδονιού Παιδικά χτυποκάρδια Δροσοπηγή Ο μεγάλος αγώνας Χρόνια ηρωικά Το βιβλίο της Μυρτώς – ροδόχρωμα Η γάτα και η βασιλοπούλα Η κουκουβάγια ήταν κάποτε ένα ανέμελο αγόρι Ο ελέφαντας και η προβοσκίδα του Δεν είναι παραμύθια είναι η μισή αλήθεια Εκείνα τα Χριστούγεννα… Ο κύκνος ήταν γιος του Απόλλωνα Το τραγούδι του νερού |
Κείμενο με τον γάιδαρο
Ο ‘γέρος’ μας
Το Γέρο μας έτσι τον θυμάμαι από τον καιρό π’ άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο μου.
«Είναι το πιο υπομονετικό, το πιο καλόβολο, το πιο φιλότιμο γαϊδούρι του κόσμου» έλεγε με καμάρι ο πατέρας μας. Κι η μάνα μας πρόσθετε: «Δίχως το Γέρο, η ζωή μας θα ʾτανε δύσκολη! Πολύ δύσκολη, παιδιά μου!»
Αυτό δεν άργησα να το διαπιστώσω και μόνος μου. Όμως –η αλήθεια να λέγεται- εμένα πολύ λίγο μ’ ενδιέφερε, αν ο Γέρος μάς εξυπηρετούσε και μας βοηθούσε να κάνουμε ένα σωρό δουλειές. Για μένα ο Γέρος ήταν το κάτι άλλο. Ήταν ο φίλος, ο σύντροφος στη χαρά και στο παιχνίδι. Τον ένιωθα και μ’ ένιωθε κι ας ήτανε γαϊδούρι! Ήταν ένα γαϊδούρι με μυαλό.
Θυμάμαι την πρώτη πρώτη φορά που τον καβαλίκεψα μονάχος μου. Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών κι η μάνα μ’ έστειλε ένα απομεσήμερο να τον πάρω στον πατέρα, εκεί πέρα μακριά στο δάσος της Παλιοσποράς, να τον φορτώσει ξύλα για το τζάκι.
- Και πού ξέρω εγώ, πού θα τον βρω; διαμαρτυρήθηκα περισσότερο γιατί φοβόμουνα παρά γιατί δεν ήξερα.
- Ξέρει ο Γέρος, μη νοιάζεσαι! Και μη φοβάσαι! πρόσθεσε, βλέποντας με να διστάζω ακόμα.
Όταν σε λίγο, ολομόναχος, γαντζωμένος, κυριολεχτικά, στο σαμάρι του Γέρου βρέθηκα στην ερημιά, έχασα το θάρρος μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από την αγωνία. Ούτε που τολμούσα να σαλέψω. Φοβόμουν πως κι η παραμικρή κίνησή μου θα ʾκανε το γαϊδούρι να ξεστρατήσει... Και τότε... Θεέ μου, τότε θα χανόμουνα μέσα στο δάσος!... Έτρεμα, μόνο με τη σκέψη πως θα μπορούσα να χαθώ!...
Δε χάθηκα όμως! Περάσαμε μέσα από γκρεμούς, κατηφορίσαμε σε ρεματιές, ανηφορίσαμε σε πλαγιές, ώσπου, κάποτε, φτάσαμε σ’ ένα ξέφωτο...
Ο Γέρος σταμάτησε, ξαφνικά, και τσούλωσε τ’ αυτιά του. Μέσα στην ησυχία του δάσους άκουσα το γκουπ γκουπ που ʾκανε το τσεκούρι του πατέρα. Από τη χαρά μου κόντεψα να γκρεμιστώ! Κρατήθηκα την τελευταία στιγμή από το σαμάρι. Του χάιδεψα την κοντή χαίτη, και λες κι ένιωσε τη χαρά μου, άνοιξε το βήμα του.
- Πατέρα! φώναξα μόλις τον αντίκρισα, λίγο παραπέρα. Πατέρα, ο Γέρος μας είναι σπουδαίος!... Έχει μυαλό σαν άνθρωπος!...
- Και μυαλό έχει και καρδιά έχει κι απ’ όλα έχει, λεβέντη μου! μ’ απάντησε κι έτρεξε να με βοηθήσει να ξεκαβαλικέψω. Τέτοια γαϊδούρια, σαν το Γέρο μας, σπάνια βρίσκονται! πρόσθεσε, καθώς με το δεξί του χέρι αγκάλιαζε το λαιμό και με τ’ αριστερό χαϊδολογούσε το κούτελο του γαϊδουριού.
- Τώρα είμαι σίγουρος, πατέρα, είπα κι εγώ κι έγειρα απαλά το κεφαλάκι μου στην κεφάλα του Γέρου, που, λες και το ʾνιωσε πως για την αφεντιά του μιλούσαμε, έμεινε να μας κοιτάζει σαν παλαβωμένος.
Τ’ άρεσε, φαίνεται, η ενέργειά μου και, για να μου δείξει τη χαρά του, άρχισε να κουνάει πάνω-κάτω τις αυτάρες του και να τρίβεται με τη μουσούδα του στο στήθος μου. Τα χλιμιντρίσματα π’ άφηνε, μέσα μέσα, μοιάζανε με χαρούμενα ξεφωνητά.
Αυτό ήταν. Από κείνη τη μέρα γινήκαμε φίλοι. Η φιλία μας, με το πέρασμα του χρόνου, γινότανε παράξενη...
Του μιλούσα για ένα σωρό πράματα κι αυτός μ’ άκουε με το στόμα ανοιχτό! Μέσα μέσα, μάλιστα, κουνούσε το κεφάλι του σαν να ʾθελε να μου πει: «Κατάλαβα, κατάλαβα! Δεν είμαι, δα, και γαϊδούρι!».
Κι επειδή εγώ σ’ αυτές τις περιπτώσεις γελούσα με τον εαυτό μου και με τις σκέψεις μου, έβαζε κι αυτός τις πιο δυνατές αγκανιές του κι αντιβούιζαν τα βουνά και τα φαράγγια από τη χαρά του!...
Τον αγαπούσα το Γέρο μας και νομίζω πως κι αυτός μ’ αγαπούσε. Δε μου το ʾπε, βέβαια, με λόγια, όπως συνήθιζα να του το λέω εγώ, μα ήμουνα σίγουρος γι’ αυτό. Νομίζω, μάλιστα, πως, αν μπορούσε, θα με υπερασπιζότανε, όσες φορές τύχαινε να μου τις βρέξουν –με το δίκιο τους βέβαια- για ο πατέρας για η μάνα...
«Είναι το πιο υπομονετικό, το πιο καλόβολο, το πιο φιλότιμο γαϊδούρι του κόσμου» έλεγε με καμάρι ο πατέρας μας. Κι η μάνα μας πρόσθετε: «Δίχως το Γέρο, η ζωή μας θα ʾτανε δύσκολη! Πολύ δύσκολη, παιδιά μου!»
Αυτό δεν άργησα να το διαπιστώσω και μόνος μου. Όμως –η αλήθεια να λέγεται- εμένα πολύ λίγο μ’ ενδιέφερε, αν ο Γέρος μάς εξυπηρετούσε και μας βοηθούσε να κάνουμε ένα σωρό δουλειές. Για μένα ο Γέρος ήταν το κάτι άλλο. Ήταν ο φίλος, ο σύντροφος στη χαρά και στο παιχνίδι. Τον ένιωθα και μ’ ένιωθε κι ας ήτανε γαϊδούρι! Ήταν ένα γαϊδούρι με μυαλό.
Θυμάμαι την πρώτη πρώτη φορά που τον καβαλίκεψα μονάχος μου. Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών κι η μάνα μ’ έστειλε ένα απομεσήμερο να τον πάρω στον πατέρα, εκεί πέρα μακριά στο δάσος της Παλιοσποράς, να τον φορτώσει ξύλα για το τζάκι.
- Και πού ξέρω εγώ, πού θα τον βρω; διαμαρτυρήθηκα περισσότερο γιατί φοβόμουνα παρά γιατί δεν ήξερα.
- Ξέρει ο Γέρος, μη νοιάζεσαι! Και μη φοβάσαι! πρόσθεσε, βλέποντας με να διστάζω ακόμα.
Όταν σε λίγο, ολομόναχος, γαντζωμένος, κυριολεχτικά, στο σαμάρι του Γέρου βρέθηκα στην ερημιά, έχασα το θάρρος μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από την αγωνία. Ούτε που τολμούσα να σαλέψω. Φοβόμουν πως κι η παραμικρή κίνησή μου θα ʾκανε το γαϊδούρι να ξεστρατήσει... Και τότε... Θεέ μου, τότε θα χανόμουνα μέσα στο δάσος!... Έτρεμα, μόνο με τη σκέψη πως θα μπορούσα να χαθώ!...
Δε χάθηκα όμως! Περάσαμε μέσα από γκρεμούς, κατηφορίσαμε σε ρεματιές, ανηφορίσαμε σε πλαγιές, ώσπου, κάποτε, φτάσαμε σ’ ένα ξέφωτο...
Ο Γέρος σταμάτησε, ξαφνικά, και τσούλωσε τ’ αυτιά του. Μέσα στην ησυχία του δάσους άκουσα το γκουπ γκουπ που ʾκανε το τσεκούρι του πατέρα. Από τη χαρά μου κόντεψα να γκρεμιστώ! Κρατήθηκα την τελευταία στιγμή από το σαμάρι. Του χάιδεψα την κοντή χαίτη, και λες κι ένιωσε τη χαρά μου, άνοιξε το βήμα του.
- Πατέρα! φώναξα μόλις τον αντίκρισα, λίγο παραπέρα. Πατέρα, ο Γέρος μας είναι σπουδαίος!... Έχει μυαλό σαν άνθρωπος!...
- Και μυαλό έχει και καρδιά έχει κι απ’ όλα έχει, λεβέντη μου! μ’ απάντησε κι έτρεξε να με βοηθήσει να ξεκαβαλικέψω. Τέτοια γαϊδούρια, σαν το Γέρο μας, σπάνια βρίσκονται! πρόσθεσε, καθώς με το δεξί του χέρι αγκάλιαζε το λαιμό και με τ’ αριστερό χαϊδολογούσε το κούτελο του γαϊδουριού.
- Τώρα είμαι σίγουρος, πατέρα, είπα κι εγώ κι έγειρα απαλά το κεφαλάκι μου στην κεφάλα του Γέρου, που, λες και το ʾνιωσε πως για την αφεντιά του μιλούσαμε, έμεινε να μας κοιτάζει σαν παλαβωμένος.
Τ’ άρεσε, φαίνεται, η ενέργειά μου και, για να μου δείξει τη χαρά του, άρχισε να κουνάει πάνω-κάτω τις αυτάρες του και να τρίβεται με τη μουσούδα του στο στήθος μου. Τα χλιμιντρίσματα π’ άφηνε, μέσα μέσα, μοιάζανε με χαρούμενα ξεφωνητά.
Αυτό ήταν. Από κείνη τη μέρα γινήκαμε φίλοι. Η φιλία μας, με το πέρασμα του χρόνου, γινότανε παράξενη...
Του μιλούσα για ένα σωρό πράματα κι αυτός μ’ άκουε με το στόμα ανοιχτό! Μέσα μέσα, μάλιστα, κουνούσε το κεφάλι του σαν να ʾθελε να μου πει: «Κατάλαβα, κατάλαβα! Δεν είμαι, δα, και γαϊδούρι!».
Κι επειδή εγώ σ’ αυτές τις περιπτώσεις γελούσα με τον εαυτό μου και με τις σκέψεις μου, έβαζε κι αυτός τις πιο δυνατές αγκανιές του κι αντιβούιζαν τα βουνά και τα φαράγγια από τη χαρά του!...
Τον αγαπούσα το Γέρο μας και νομίζω πως κι αυτός μ’ αγαπούσε. Δε μου το ʾπε, βέβαια, με λόγια, όπως συνήθιζα να του το λέω εγώ, μα ήμουνα σίγουρος γι’ αυτό. Νομίζω, μάλιστα, πως, αν μπορούσε, θα με υπερασπιζότανε, όσες φορές τύχαινε να μου τις βρέξουν –με το δίκιο τους βέβαια- για ο πατέρας για η μάνα...
ΠΗΓΕΣ:
http://www.rhodes.aegean.gr/atlas/writers/konstantinidis.htm
http://www.lifo.gr/guests/paliaathina/60551
http://www.rhodes.aegean.gr/atlas/writers/konstantinidis.htm
http://www.lifo.gr/guests/paliaathina/60551