Αυτούσιο κείμενο:
Μίαν ὅμως φορὰν ὁ ὄνος ἐφάνη πολὺ ἔξυπνος. Ἦτο μόνος μακρὰν εἰς ἕνα λιβάδι. Ἐκεῖ παρουσιάσθη ἕνας λύκος καὶ ἤθελε νὰ φάγῃ τὸν ὄνον. Ὁ δυστυχὴς κατέφυγεν εἰς τὸ ἑξῆς τέχνασμα. Μόλις εἶδε τὸν λύκον, ἤρχισε νὰ ὑποκρίνεται, ὅτι κουτσαίνει καὶ εἶπε πρὸς τὸν λύκον:
—Τὸ γνωρίζω, ὅτι θὰ μὲ φάγῃς. Προηγουμένως ὅμως μίαν χάριν σοῦ ζητῶ. Ἔχω πατήσει ἕνα μεγάλο ἀγκάθι μὲ τὸ δεξιὸν πισινὸν πόδι μου. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με καὶ βγάλε το διὰ νὰ μὴν πονῶ τώρα καὶ κατόπιν μὲ τρώγεις μὲ τὴν ἡσυχίαν σου. Μὴ μοῦ ἀρνηθῇς, σὲ παρακαλῶ, αὐτὴν τὴν χάριν, εἶσαι τόσον καλός!
Ὁ λύκος ἐπίστευσε καὶ ἐδέχθη μὲ προθυμίαν. Ὁ ὄνος ἐσήκωσε τότε καὶ ἐμάζευσεν ὀλίγον τὸ πόδι του, ὁ δὲ λύκος ἐπῆγεν ὀπίσω καὶ ἀνύποπτος ἐπλησίασε τὸ πρόσωπον. Τότε, εἰς στιγμὴν κατάλληλον, ὁ ὄνος ἔδωσε μίαν τόσον δυνατὴν κλωτσιὰν εἰς τὸν λύκον, ὥστε τὸν ἐτραυμάτισεν εἰς τὸ κεφάλι καὶ τοῦ κατέστρεψε καὶ τὰς δύο σιαγόνας.
Πονῶν καὶ κλαίων ὁ λύκος ἔφυγε πρὸς τὴν φωλεάν του. Καθ’ ὁδὸν ἔλεγεν:
—Καλὰ νὰ τὰ πάθω, διότι δὲν ἤμην εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχα, ἀλλὰ ἠθέλησα νὰ γίνω καὶ κτηνίατρος.
—Τὸ γνωρίζω, ὅτι θὰ μὲ φάγῃς. Προηγουμένως ὅμως μίαν χάριν σοῦ ζητῶ. Ἔχω πατήσει ἕνα μεγάλο ἀγκάθι μὲ τὸ δεξιὸν πισινὸν πόδι μου. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με καὶ βγάλε το διὰ νὰ μὴν πονῶ τώρα καὶ κατόπιν μὲ τρώγεις μὲ τὴν ἡσυχίαν σου. Μὴ μοῦ ἀρνηθῇς, σὲ παρακαλῶ, αὐτὴν τὴν χάριν, εἶσαι τόσον καλός!
Ὁ λύκος ἐπίστευσε καὶ ἐδέχθη μὲ προθυμίαν. Ὁ ὄνος ἐσήκωσε τότε καὶ ἐμάζευσεν ὀλίγον τὸ πόδι του, ὁ δὲ λύκος ἐπῆγεν ὀπίσω καὶ ἀνύποπτος ἐπλησίασε τὸ πρόσωπον. Τότε, εἰς στιγμὴν κατάλληλον, ὁ ὄνος ἔδωσε μίαν τόσον δυνατὴν κλωτσιὰν εἰς τὸν λύκον, ὥστε τὸν ἐτραυμάτισεν εἰς τὸ κεφάλι καὶ τοῦ κατέστρεψε καὶ τὰς δύο σιαγόνας.
Πονῶν καὶ κλαίων ὁ λύκος ἔφυγε πρὸς τὴν φωλεάν του. Καθ’ ὁδὸν ἔλεγεν:
—Καλὰ νὰ τὰ πάθω, διότι δὲν ἤμην εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχα, ἀλλὰ ἠθέλησα νὰ γίνω καὶ κτηνίατρος.
Μετάφραση:
Μια όμως φορά, ο γάιδαρος φάνηκε πολύ έξυπνος. Ήταν μόνος μακριά σε ένα λιβάδι. Εκεί, παρουσιάστηκε ένας λύκος και ήθελε να φάει το γάιδαρο. Ο δυστυχής σκέφτηκε το εξής τέχνασμα. Μόλις είδε το λύκο, άρχισε να προσποιείται ότι κουτσαίνει και είπε σ’ αυτόν:
- Το ξέρω, ότι θα με φας. Προηγουμένως όμως, μια χάρη σου ζητώ. Έχω πατήσει ένα μεγάλο αγκάθι με το δεξί πισινό μου πόδι. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με και βγάλε το για να μην πονώ τώρα και μετά με τρως με την ησυχία σου. Μη μου αρνηθείς, σε παρακαλώ, αυτή τη χάρη, είσαι τόσο καλός!
Ο λύκος πίστεψε και δέχτηκε με προθυμία. Ο γάιδαρος σήκωσε τότε και μάζεψε λίγο το πόδι του, ο λύκος πήγε πίσω και, ανύποπτος πλησίασε το πρόσωπο. Τότε, την κατάλληλη στιγμή, ο γάιδαρος έδωσε μια τόσο δυνατή κλωτσιά στο λύκο, ώστε τον τραυμάτισε στο κεφάλι και του κατάστρεψε τις δυο σιαγόνες.
Πονώντας και κλαίγοντας ο λύκος έφυγε προς τη φωλιά του. Στο δρόμο έλεγε:
- Καλά να τα πάθω, διότι δεν ήμουν ευχαριστημένος με όσα είχα, αλλά θέλησα να γίνω και κτηνίατρος.
- Το ξέρω, ότι θα με φας. Προηγουμένως όμως, μια χάρη σου ζητώ. Έχω πατήσει ένα μεγάλο αγκάθι με το δεξί πισινό μου πόδι. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με και βγάλε το για να μην πονώ τώρα και μετά με τρως με την ησυχία σου. Μη μου αρνηθείς, σε παρακαλώ, αυτή τη χάρη, είσαι τόσο καλός!
Ο λύκος πίστεψε και δέχτηκε με προθυμία. Ο γάιδαρος σήκωσε τότε και μάζεψε λίγο το πόδι του, ο λύκος πήγε πίσω και, ανύποπτος πλησίασε το πρόσωπο. Τότε, την κατάλληλη στιγμή, ο γάιδαρος έδωσε μια τόσο δυνατή κλωτσιά στο λύκο, ώστε τον τραυμάτισε στο κεφάλι και του κατάστρεψε τις δυο σιαγόνες.
Πονώντας και κλαίγοντας ο λύκος έφυγε προς τη φωλιά του. Στο δρόμο έλεγε:
- Καλά να τα πάθω, διότι δεν ήμουν ευχαριστημένος με όσα είχα, αλλά θέλησα να γίνω και κτηνίατρος.
Το παρών παραμύθι είναι ένας τροποποιημένος μύθος του Αισώπου.