Ποιός είναι;Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβρουαρίου 1942) ήταν ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, δικηγόρος, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ποιά είναι τα έργα του;Πριν ακόμα ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Βαρβάκειο, είχε γράψει σατιρικούς στίχους και τρεις μονόπρακτες κωμωδίες: Η φθισιώσα, Αι αγχόναι, Η αγγελιοφοβία. Χάθηκαν όμως και οι τρεις. Η ιστορική του έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αφορούσε μόνο στην περιοχή της Αθήνας, γι' αυτό και του δόθηκε το προσωνύμιο «Αθηναιογράφος». Το 1896 ολοκληρώθηκε η έκδοση του τρίτομου έργου του η Ιστορία των Αθηναίων.
Άλλα έργα του είναι: η Δούκισσα της Πλακεντίας, Αι παλαιαί Αθήναι (1922), Ιστορίες από την παλιά Αθήνα, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων (3 τόμοι, 1893),Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής (2 τόμοι), Ο αναδρομάρης (1914), Ο αναδρομάρης της Αττικής (1920), Ο τρελός της Αθήνας, Τοπωνυμικά παράδοξα (1920),Αθηναϊκό αρχοντολόγιο-Μπενιζέλοι (1921), Μελέται και έρευναι (1923-1926), Οι Χαλκοκονδύλαι, Ο Ελαιών των Αθηνών, "Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού" (1916) κ.α. Αλλά και το ποιητικό του έργο είναι αρκετά αξιόλογο αν και δεν διακρίθηκε αρκετά. Η ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου ήταν από τα σημαντικότερα έργα του. Το 1874 εξέδωσε τη συλλογή του Παλαιαί αμαρτίαι. Επίσης ασχολήθηκε και με την πεζογραφία, όπου αντλούσε τα θέματα του κυρίως από τη λαογραφία. Το 1881 εξέδωσε τα μη λαογραφικά αφηγήματα "Εικόνες. Σατυρικαί Διατριβαί", όπου σατιρίζει τα ήθη της εποχής. Μερικά από τα έργα του είναι: Αθηναϊκά διηγήματα, Αι Αθήναι που φεύγουν, Μύθοι και διάλογοι, Αττικοί έρωτες, Θρύψαλα, Ευσυνειδησία και ασυνειδησία κ.ά. |
Ποίημα με τον γάιδαρο
Ονομαχία
Δυο γάδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα,
δίνουν κλοτσές συχνές πυκνές, χαλούν τον κόσμ’ απ’ τις φωνές, δαγκάνει ένας τ’ αλλουνού τ’ αυτιά και τη σαγόνα. ― Ποιος σου ’δωσε την άδεια δω μέσα να πατήσεις; φωνάζει ο μαυριδερός· και απαντά ο σταχτερός: ― Και συ με τι δικαίωμα ήρθες να με συγχύσεις; Κι ενώ μπροστά τους είχανε πίτουρα και κριθάρι, άχυρο, βίκο* και σανό, στήσαν καυγά αληθινό, και δεν τολμά κανένας τους ούτε μεζέ να πάρει... Κι απ’ τον πολύ το θόρυβο ο νοικοκύρης φτάνει· κρατάει ρόπαλο γερό, χωρίς να χάσει δε καιρό τα δυο πλευρά τους μαλακά σαν την κοιλιά τους κάνει. ............................ Τους φίλιωσε η δυστυχιά, η πίκρα, το φαρμάκι, ένας τον άλλον χαιρετά, λένε πως ήσαν χωρατά, κι επήραν τον κατήφορο και τρώνε θυμαράκι... * βίκος: φυτό, είδος ζωοτροφής. |
ΠΗΓΕΣ:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85
http://www.snhell.gr/kids/content.asp?id=108&cat_id=4
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85
http://www.snhell.gr/kids/content.asp?id=108&cat_id=4