Ποιός είναι;
Ο Κώστας Καλαντζής (1908 - Δεκέμβριος 1980) ήταν Έλληνας συγγραφέας και ιστορικός. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας.
Ποιό είναι το έργο του;
Έγραψε ποιήματα, όπως τα «Ηλιοτρόπια», «Ο Επιτάφιος Θρήνος» και «Ο λαός της Ραχήλ», πεζά όπως το «Πυρπόλημα της Δύσης» και ιστορικά έργα όπως «Η σφαγή των Καλαβρύτων», «Ιστορία της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως», «Πετιμεζάδες», «Ο Αμβρόσιος Φραντζής», το έμμετρο «Φραγκιάδα», «Ο Μεθώνης Γρηγόριος» και άλλα.
Κείμενο με το γάιδαρο
Η Ψιχλού
Μια φορά, στα χρόνια της Κατοχής, η θεία Κλειώ πήγαινε στο χωριό. Ο θείος ο Κλεόβουλος της είχε στείλει το μουλάρι του με το Σωκρατάκη, το ξαδερφάκι μου. Τραβούσαν τον ανήφορο, πίσω η θεία Κλειώ καθισμένη στη μούλα, μπρος ο Σωκρατάκης καβάλα στη Ψιχλού.
Ήταν η Ψιχλού, η κανελιά γαϊδούρα του θείου Πρόδρομου. Με τα ξεχειλωμένα και ευκίνητα χείλια της μάζευε απ’ όπου έβρισκε τα ψίχουλα. Για τούτο και Ψιχλού.
Την Ψιχλού τη λατρεύαμε όλα τα παιδιά. Καβαλούσαμε τέσσερις και πέντε πάνω της, στο σαμάρι και στα φαρδιά της καπούλια και άιντε άιντε, ταξιδεύαμε στους κόσμους εκείνους του ονείρου, τους χαμένους στην άκρη της γης και ακόμα παραπέρα, στους Σταματάκηδες και στα Καραγάτσα, απ’ το καλύβι του παππού του Κωνσταντίνου στο καλύβι του θείου του Πρόδρομου.
Την παιδεύαμε την Ψιχλού. Της τραβούσαμε τα μαλλιαρά αυτιά, κρεμόμασταν απ’ το λαιμό της. Εκείνη, στεκόταν. Χαμήλωνε το κεφάλι να μας ευκολύνει. Και μας κοίταζε. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και υγρά και γαλήνια σαν σεπτεμβριανά πρωινά. Έφτανε να μας κοιτάζει κάμποσο η Ψιχλού και μερεύαμε. Τρέχαμε να της φέρουμε κληματόβεργες και πίτουρα, να τα φάει μεσ’ απ’ τις χούφτες μας.
Η Ψιχλού από τα νιάτα της είχε μια πελώρια κοιλιά, που λίγο ήθελε ν’ ακουμπήσει στο χώμα. Είχε και ένα ρυθμό: σιγανό, στρωτό και μόνιμο. Την Ψιχλού δεν τη χτύπαγε κανείς. Το ήξεραν όλοι, ήταν περιττό. Η Ψιχλού δεν άλλαζε το ρυθμό της με τίποτα. Για τη χτύπαγες, για τη σούβλαγες, εκείνη εκεί, δεν πήγαινε ούτε πιο σιγά, ούτε πιο γρήγορα. Ούτε και γινάτωνε, σαν άλλα γαϊδούρια, να στυλώσει τα ποδάρια και να μην το κουνάει.
Το χούι της Ψιχλούς, το μεγάλοι και το αγιάτρευτο ήταν άλλο. Όπου ο δρόμος είχε στα δίπλα του γκρεμό βαθύ, να κοιτάς και να ζαλίζεσαι, εκείνη ερχόταν όξω όξω και περπάταγε πάνω στο φρύδι. Όμως κανένας δε νοιαζόταν. Τόσο σταθερό ήταν το πάτημά της.
Η Ψιχλού ήταν το πιο αργό, το πιο ήμερο και το πιο σίγουρο ζωντανό του χωριού. Ως κι η νενέ η Κυριακή την μπιστευόταν την Ψιχλού. Σ’ αυτή, μόνο σ’ αυτή πρωτάφηνε τα εγγόνια της να καβαλικέψουν μόνα.
Ο Σωκρατάκης λοιπόν καθόταν καβαλικευτά πάνω στο φαγωμένο πια απ’ την πολυκαιρία σαμάρι της Ψιχλούς. Μερακλωμένος από τα σφυρίγματα των φλώρων τραγούδαγε στεντόρεια.
Ξύπνα καημένε μου ραγιάαα
ξύπνα να δεις ελευθεριάαα…
Η φωνή του βούλιαζε στο βαθύ φαράγγι, στα Χάραυλα, μάκραινε και κυμάτιζε: άαα…
Ανέβαιναν. Η Ψιχλού, κατά το συνήθειό της, άκρη άκρη στο μονοπάτι. Κόντευαν στη χαρουπιά του μπαρμπα-Ξενοφών. Εκεί ο Σωκρατάκης, σαν κάτι ξαφνικά να του ᾽ρθε στο μυαλό, παρατάει το τραγούδι. Φτιάχνεται πάνω στο σαμάρι και ντούρος, με το κεφάλι περήφανο, αρχίζει να τινάζεται ρυθμικά, μια πάνω, μια κάτω, άσχετα με τον αδιατάραχτο βηματισμό της Ψιχλούς. Έτσι κάμποσο στον ανήφορο. Μια πάνω, μια κάτω.
Και γυρίζει στη θεία Κλειώ:
- Ε, θεία, είδις; Σπουδαίους δεν είμι; Ίδιους Ιταλός δεν είμι, θεία;
- Ναι, πανάθεμά σι. Μπιτίδιους. Ίδιους ου τινέντι Ρίτσι.
Ο τενέντε Ρίτσι ήταν ο πιο κομψός κι ο πιο φημισμένος καβαλάρης της Μεραρχίας Κούνεο. Έλεγαν πως ήταν κόμης.
- Και η Ψιχλού τι απόγινε; ρώτησα τη θεία Κλειώ, όταν ξαναειδωθήκαμε μετά την Κατοχή.
- Η Ψιχλού είχε γιράσ’. Ου θείους σ’ ου Πρόδρουμους τ’ς είχε φράξ’ μια πιζούλα στα Καραγάτσα κι τ’ν άφ’ νι, αμουλ’ τη. Τ’ ς πήγινι κλαρί κι πίτουρα να τρώει κι νερό να πίν’. Καμιά φορά τ’ νι σαμάρουνι να καν’ καμιά βόλτα με κανένα πιδί, καλή ώρα όπους μι του Σουκρατάκ’ που’ κανι τουν Ιταλί κόντι. Ένα προυινό η Ψιχλού έλ’ πι. Τι έγ’ νι; Εφ’ γι, τ’ νι κλέψανι, κανένας δεν ήξιρι. Σι κάμποσις μέρις μαθεύ’ κι: τ’ νι σφάξανι τ’ Ψιχλού στου Καρλόβασ’ κι τ’ νι π’ λήσανι για κρέας..
Ήταν η Ψιχλού, η κανελιά γαϊδούρα του θείου Πρόδρομου. Με τα ξεχειλωμένα και ευκίνητα χείλια της μάζευε απ’ όπου έβρισκε τα ψίχουλα. Για τούτο και Ψιχλού.
Την Ψιχλού τη λατρεύαμε όλα τα παιδιά. Καβαλούσαμε τέσσερις και πέντε πάνω της, στο σαμάρι και στα φαρδιά της καπούλια και άιντε άιντε, ταξιδεύαμε στους κόσμους εκείνους του ονείρου, τους χαμένους στην άκρη της γης και ακόμα παραπέρα, στους Σταματάκηδες και στα Καραγάτσα, απ’ το καλύβι του παππού του Κωνσταντίνου στο καλύβι του θείου του Πρόδρομου.
Την παιδεύαμε την Ψιχλού. Της τραβούσαμε τα μαλλιαρά αυτιά, κρεμόμασταν απ’ το λαιμό της. Εκείνη, στεκόταν. Χαμήλωνε το κεφάλι να μας ευκολύνει. Και μας κοίταζε. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και υγρά και γαλήνια σαν σεπτεμβριανά πρωινά. Έφτανε να μας κοιτάζει κάμποσο η Ψιχλού και μερεύαμε. Τρέχαμε να της φέρουμε κληματόβεργες και πίτουρα, να τα φάει μεσ’ απ’ τις χούφτες μας.
Η Ψιχλού από τα νιάτα της είχε μια πελώρια κοιλιά, που λίγο ήθελε ν’ ακουμπήσει στο χώμα. Είχε και ένα ρυθμό: σιγανό, στρωτό και μόνιμο. Την Ψιχλού δεν τη χτύπαγε κανείς. Το ήξεραν όλοι, ήταν περιττό. Η Ψιχλού δεν άλλαζε το ρυθμό της με τίποτα. Για τη χτύπαγες, για τη σούβλαγες, εκείνη εκεί, δεν πήγαινε ούτε πιο σιγά, ούτε πιο γρήγορα. Ούτε και γινάτωνε, σαν άλλα γαϊδούρια, να στυλώσει τα ποδάρια και να μην το κουνάει.
Το χούι της Ψιχλούς, το μεγάλοι και το αγιάτρευτο ήταν άλλο. Όπου ο δρόμος είχε στα δίπλα του γκρεμό βαθύ, να κοιτάς και να ζαλίζεσαι, εκείνη ερχόταν όξω όξω και περπάταγε πάνω στο φρύδι. Όμως κανένας δε νοιαζόταν. Τόσο σταθερό ήταν το πάτημά της.
Η Ψιχλού ήταν το πιο αργό, το πιο ήμερο και το πιο σίγουρο ζωντανό του χωριού. Ως κι η νενέ η Κυριακή την μπιστευόταν την Ψιχλού. Σ’ αυτή, μόνο σ’ αυτή πρωτάφηνε τα εγγόνια της να καβαλικέψουν μόνα.
Ο Σωκρατάκης λοιπόν καθόταν καβαλικευτά πάνω στο φαγωμένο πια απ’ την πολυκαιρία σαμάρι της Ψιχλούς. Μερακλωμένος από τα σφυρίγματα των φλώρων τραγούδαγε στεντόρεια.
Ξύπνα καημένε μου ραγιάαα
ξύπνα να δεις ελευθεριάαα…
Η φωνή του βούλιαζε στο βαθύ φαράγγι, στα Χάραυλα, μάκραινε και κυμάτιζε: άαα…
Ανέβαιναν. Η Ψιχλού, κατά το συνήθειό της, άκρη άκρη στο μονοπάτι. Κόντευαν στη χαρουπιά του μπαρμπα-Ξενοφών. Εκεί ο Σωκρατάκης, σαν κάτι ξαφνικά να του ᾽ρθε στο μυαλό, παρατάει το τραγούδι. Φτιάχνεται πάνω στο σαμάρι και ντούρος, με το κεφάλι περήφανο, αρχίζει να τινάζεται ρυθμικά, μια πάνω, μια κάτω, άσχετα με τον αδιατάραχτο βηματισμό της Ψιχλούς. Έτσι κάμποσο στον ανήφορο. Μια πάνω, μια κάτω.
Και γυρίζει στη θεία Κλειώ:
- Ε, θεία, είδις; Σπουδαίους δεν είμι; Ίδιους Ιταλός δεν είμι, θεία;
- Ναι, πανάθεμά σι. Μπιτίδιους. Ίδιους ου τινέντι Ρίτσι.
Ο τενέντε Ρίτσι ήταν ο πιο κομψός κι ο πιο φημισμένος καβαλάρης της Μεραρχίας Κούνεο. Έλεγαν πως ήταν κόμης.
- Και η Ψιχλού τι απόγινε; ρώτησα τη θεία Κλειώ, όταν ξαναειδωθήκαμε μετά την Κατοχή.
- Η Ψιχλού είχε γιράσ’. Ου θείους σ’ ου Πρόδρουμους τ’ς είχε φράξ’ μια πιζούλα στα Καραγάτσα κι τ’ν άφ’ νι, αμουλ’ τη. Τ’ ς πήγινι κλαρί κι πίτουρα να τρώει κι νερό να πίν’. Καμιά φορά τ’ νι σαμάρουνι να καν’ καμιά βόλτα με κανένα πιδί, καλή ώρα όπους μι του Σουκρατάκ’ που’ κανι τουν Ιταλί κόντι. Ένα προυινό η Ψιχλού έλ’ πι. Τι έγ’ νι; Εφ’ γι, τ’ νι κλέψανι, κανένας δεν ήξιρι. Σι κάμποσις μέρις μαθεύ’ κι: τ’ νι σφάξανι τ’ Ψιχλού στου Καρλόβασ’ κι τ’ νι π’ λήσανι για κρέας..
ΠΗΓΕΣ:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%AE%CF%82
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%AE%CF%82