Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς και μια παπαδιά. Μια μέρα ο παπάς λέει στην παπαδιά του:
,του λέει η παπαδιά κι επήε και του ’ζεψε το γάιδαρο. Ο παπάς τον καβαλίκεψε κι έφυγε.
Αφού μάζεψε όλα τα ψυχούδια, εφόρτωσε το γάιδαρό του και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο όμως που πήγαινε, βλέπει ξαπλωμένη κάτου μιαν αλουπού. Την εσκούντησε λίγο, μα είδε πως ήταν ψόφια και την άφησε. Εκεί που περπατούσε, απάντησε κι άλλη αλουπού, το ίδιο κι αυτή ψόφια. Και λέει μέσα του ο παπάς:
Αφού μάζεψε όλα τα ψυχούδια, εφόρτωσε το γάιδαρό του και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο όμως που πήγαινε, βλέπει ξαπλωμένη κάτου μιαν αλουπού. Την εσκούντησε λίγο, μα είδε πως ήταν ψόφια και την άφησε. Εκεί που περπατούσε, απάντησε κι άλλη αλουπού, το ίδιο κι αυτή ψόφια. Και λέει μέσα του ο παπάς:
Προχωρώντας, απανταίνει κι άλλη αλουπού.
Κι απαράτησε το γάιδαρο μοναχόνε. Πάει όμως να πάρει τις αλουπούδες και δεν εβρήκε καμιά· γιατί οι ψόφιες αλουπούδες που απάντησε ήταν και οι τρεις μια ζωντανή, που όλο έτρεχε μπροστά από τον παπά κι έκανε την ψόφια. Γυρίζει τότες πίσω ο παπάς, κοιτάζει για το γάιδαρό του, μα τίποτα. Είχε γίνει κι εκείνος άφαντος. Πάει σπίτι του και ρωτάει την παπαδιά.
Την ίδια στιγμή, νά σου και το γαϊδούρι, αλλά χωρίς ψυχούδια. Η αλουπού το ’χε πάρει στη φωλιά της, και μαζί με άλλες αλουπούδες εξεφόρτωσε τα ψυχούδια. Ο παπάς, μόλις είδε το γάιδαρο αδειανό, άρπαξε έναν πορτιέρη* κι άρχισε να τον κοπανάει στα καλά.
Ευχαριστημένος ο παπάς, τον εσαμάρωσε και τον έστειλε. Ο γάιδαρος πήγε όξου από τη φωλιά των αλεπούδων κι έκανε τον ψόφιο. Βγαίνει μια αλουπού, βλέπει έτσι το γάιδαρο, και γυρίζει και το λέει στις άλλες. Τρέχουν όλες τους τότες και δένονται από τα σκοινιά του γαϊδάρου, για να τον τραβήξουνε μέσα στη φωλιά τους. Αλλά την ίδια στιγμή σηκώνεται εκείνος, κι όπως ήτανε δεμένες οι αλουπούδες, αρχίζει να τρέχει, και τις έσυρε ώς το σπίτι του παπά.
Ο παπάς ευχαριστήθηκε πολύ και λέει στην παπαδιά:
Ο παπάς ευχαριστήθηκε πολύ και λέει στην παπαδιά:
Κι εζήσανε καλά κι εμείς εδώ καλύτερα.